του Βασίλη Λιόση

 

Στο πρώτο κείμενο περί παθογενειών του κουμμουνιστικού κινήματος (κ.κ.) είχα επισημάνει πως υπάρχουν τέσσερα στάδια στην ανάλυση του σχετικού φαινομένου: α) εντοπισμός των παθογενειών, β) ερμηνεία της γέννησης και αναπαραγωγής τους, γ) πρόταση για την αντιμετώπισή τους, δ) εφαρμογή της πρότασης στην πράξη.

Στο παρόν κείμενο θα επιχειρήσω την ερμηνεία· ίσως το πλέον δύσκολο θέμα από θεωρητική σκοπιά. Θα καταθέσω τις σκέψεις μου λαμβάνοντας υπόψη ότι:

  • Μια τέτοια ανάλυση δεν μπορεί παρά να αγγίξει το παγκόσμιο κ.κ.. Το ελληνικό κ.κ. δεν αναπτύχθηκε εν κενώ αλλά σε στενή σύνδεση με το κ.κ. της Σοβιετικής Ένωσης (μακριά από εμάς προσεγγίσεις τύπου Μαραντζίδη).
  • Ακριβώς για τον παραπάνω λόγο το θέμα θα μπορούσε να ξεφύγει σε έκταση αλλά και να αγγίξει θέματα που δεν έχουν απαντηθεί με πληρότητα (π.χ. γραφειοκρατικοποίηση ΚΚΣΕ, σοσιαλδημοκρατικοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων, Γαλλίας Ιταλίας Ισπανίας κ.ά., σύγκρουση μεταξύ των κομμουνιστικών κομμάτων Σοβιετικής Ένωσης-Κίνας, παρέκκλιση Τίτο, Χότζα κ.λπ.). Προφανώς δεν θα μπω σε ένα τέτοιο πειρασμό γιατί στερούμαι, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, των απαραίτητων γνώσεων ή/και δεν το επιτρέπει η περιορισμένη έκταση ενός τέτοιου κειμένου. Κάποιες, βέβαια, αναφορές δεν θα λείψουν.
  • Στο προηγούμενο άρθρο είχαν επισημανθεί κάμποσες παθογένειες, ωστόσο στο παρόν θα επικεντρωθώ σε ορισμένες από αυτές.
  • Το «σκληρότερο» θεωρητικό ερώτημα είναι αν οι παθογένειες είναι ένα αντικειμενικό, δηλαδή αναπόφευκτο φαινόμενο και αν είναι τέτοιο τότε τι νόημα έχει η ανάλυσή του. Θα επιχειρήσω να διατυπώσω μια σκέψη προς το τέλος του κειμένου. Συγκεκριμένα να απαντήσω αν έχει νόημα ο ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα.

 

Τα αιτία της γραφειοκρατικοποίησης

Υπάρχει μια άποψη με βάση την οποία η νομιμοποίηση του ΚΚΕ οδήγησε σε νωθρότητα, ροπή προς τον λεγκαλισμό και τη γραφειοκρατικοποίησή του. Πρώτα από όλα ας σημειωθεί πώς η προσέγγιση αυτή υποκρύπτει μια ιδιότυπη υιοθέτηση της «θεωρίας της εξαθλίωσης». Με βάση αυτή τη θεωρία ο λαός εξεγείρεται όσο δυναμώνει η πίεση που υφίσταται. Πρόκειται για λανθασμένη θεωρία και αυτό για δύο λόγους: α) αν τα πράγματα ήταν έτσι τότε το μεγαλύτερο μέρος της Ασίας και της Αφρικής θα είχε εισέλθει στον σοσιαλισμό, β) η εξαθλίωση δεν οδηγεί αναγκαστικά στην εξέγερση αλλά μπορεί να οδηγήσει σε αυτήν. Με άλλα λόγια δεν πρόκειται για ικανή και αναγκαία συνθήκη. Είναι μόνο αναγκαία συνθήκη με την έννοια της απαιτούμενης συνθήκης για να πάμε στο επόμενο βήμα. Επιπλέον, ακόμα και όταν ξεσπάσει η εξέγερση δεν είναι απαραίτητο ότι θα μετατραπεί σε κοινωνική επανάσταση και πανεθνική κρίση.

Στο βάθος της αυτή η άποψη πιθανώς να υποκρύπτει και την προσέγγισή του Μπορντίγκα ο οποίος με την ισοπεδωτική του λογική δεν έβλεπε διάκριση μεταξύ αστικοκοινοβουλευτικής δημοκρατίας και «καθαρόαιμης» δικτατορίας. Η νομιμοποίηση ενός κομμουνιστικού κόμματος, εφόσον δεν είναι προϊόν συναλλαγής και απαράδεκτων υποχωρήσεων, είναι ένα βήμα μπροστά για το λαϊκό κίνημα. Είναι νίκη του λαϊκού κινήματος που πλέον μπορεί από καλύτερες θέσεις να διεξάγει την πάλη του.

Η νομιμοποίηση, λοιπόν, οδήγησε σε ένα «νέο» ΚΚΕ, με κομματικές οργανώσεις στο φως της ημέρας, με ανοικτή δράση των κομμουνιστών, με ελεύθερη κυκλοφορία εφημερίδας, με γραφεία σε όλη την Ελλάδα ακόμα και με τηλεόραση και ραδιόφωνο. Τα ίδια ίσχυαν σε μικρότερη κλίμακα και για την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Η επιθυμία για ταχεία ανάπτυξη των κομματικών οργανώσεων, για διάδοση των θέσεων του κόμματος, για διεύρυνση της επιρροής του στο εργατικό, λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα οδήγησε συχνά σε μια γρήγορη και πολλές φορές ευρεία επαγγελματοποίηση στελεχών. Κάποια από αυτά ήταν δοκιμασμένα πολύ πριν την εξέγερση του πολυτεχνείου: στις εξορίες, τις φυλακές την εθνική αντίσταση και τον εμφύλιο.

Ωστόσο η γενιά του 1973 (της εξέγερσης του Πολυτεχνείου) είχε περάσει από μια μικρότερη σε έκταση και αγριότητα δοκιμασία σε σχέση με τη γενιά της εθνικής αντίστασης. Προβεβλημένα στελέχη (Ανδρουλάκης, Κοτζιάς, Δαμανάκη, Δραγασάκης, Τσίμας κ.ά.) είχαν από πολιτική άποψη θλιβερή κατάληξη. Από την παλιά γενιά ελάχιστα ήταν τα στελέχη πρώτης γραμμής που διαβήκανε τον Ρουβίκωνα. Η γρήγορη ανάδειξη των πρώτων σε κεντρικές κομματικές θέσεις, στα έδρανα του κοινοβουλίου και αλλού, αλλοίωσε μάλλον γρήγορα τα όποια κομμουνιστικά χαρακτηριστικά τους. Η επαγγελματοποίηση τους ήταν με διαδικασίες fast track και τους κράτησε καθηλωμένους στην καρέκλα για πολλά χρόνια ή και ολόκληρες δεκαετίες. Ο γραφειοκράτης-επαγγελματικό στέλεχος άρχισε να νιώθει μια σχετική ασφάλεια «επαγγελματικά», να εξασφαλίζει μια ορισμένη κοινωνική προβολή, να μην είναι αναγκασμένος να σηκώνεται στις 6.00 π.μ. για να πάει ασθμαίνοντας στη δουλειά. Δεν είχε και δεν έχει την αγωνία να φτιάξει σωματείο ή να συμμετέχει σε αυτό, δεν έχει το καθήκον να απεργήσει και να πείσει και τους γύρω του να απεργήσουν, δεν έχει το άγχος σύγκρουσης με την εργοδοσία καθώς και το άγχος της απόλυσης.

Όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι τα επαγγελματικά στελέχη είναι άχρηστα ή εξ ορισμού πατενταρισμένοι γραφειοκράτες; Η απάντηση είναι όχι. Επαναστατικό κόμμα, και εφόσον πληροί κάποια κριτήρια όσον αφορά το μέγεθος του δεν μπορεί να υπάρξει δίχως επάγγελμα επαγγελματικά στελέχη και να έχει αξιώσεις ανάπτυξης. Όμως οι ασφαλιστικές δικλείδες που πρέπει να υπάρχουν είναι θέμα για ένα επόμενο κείμενο.

Βεβαίως, η γραφειοκρατικοποίηση δεν αφορά αποκλειστικά τα επαγγελματικά στελέχη με τη στενή έννοια (καθοδηγητικά στελέχη, μέλη του πολιτικού γραφείου και της κεντρικής επιτροπής), αλλά και με την ευρεία έννοια (π.χ. αποσπασμένα στελέχη στο συνδικαλιστικό κίνημα). Τι άλλο από τραγικό είναι το γεγονός κατά το οποίο επαγγελματικά στελέχη, με τη στενή ή την ευρεία έννοια, πιέζουν κομματικά μέλη να απεργήσουν όταν τα ίδια έχουν να απεργήσουν δεκαετίες ή δεν έχουν απεργήσει ποτέ στη ζωή τους; Τι άλλο από απόλυτος παραλογισμός είναι να αποφασίζει μία κομματική ηγεσία να υποχρεώσει τα κομματικά μέλη να απεργήσουν χωρίς απόφαση σωματείων; Και μάλιστα στη συνέχεια να πανηγυρίζουν για την «απεργία» αυτή ως τομή αλλά να μην την επαναλαμβάνουν ποτέ; (Aναφέρομαι στην απεργία-καρικατούρα που αποφάσισε η ηγεσία του ΚΚΕ τον Δεκέμβρη του 2009 που υποχρέωνε κομματικά μέλη να απεργήσουν χωρίς να το έχουν αποφασίσει τα σωματεία τους, εξευτελίζοντας με αυτό τον τρόπο την έννοια της απεργίας και φέρνοντας σε δύσκολη θέση τα κομματικά μέλη απέναντι στους άλλους εργαζόμενους. Επρόκειτο για παγκόσμια πρωτοτυπία).

Επίσης η γραφειοκρατικοποίηση αφορά και στελέχη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που μπορεί να κολυμπάνε στα βαλτωμένα νερά της γραφειοκρατίας είτε είναι επαγγελματοποιημένα είτε όχι. Αν και είμαι «φανατικά» ενάντια στις ψυχολογικές ερμηνείες, εν προκειμένω θεωρώ ότι δεν μπορούν να αποκλειστούν. Ο γραφειοκράτης συνοδεύεται και από μια συγκεκριμένη ψυχολογία. Ο γραφειοκράτης «δεν υπάρχει» εκτός οργάνωσης. Αποκτά υπόσταση ως σπουδαίος καθοδηγητής, εμβριθής ιδεολογικός αναλυτής, δυνατός συνδικαλιστής στον μικρόκοσμο της οργάνωσης. Το πρόβλημα γιγαντώνεται όταν ο εγκλωβισμός γίνεται μακροχρόνιος. Έτσι η ανάγκη ύπαρξής του θεωρητικοποιεί τόσο από τον ίδιο όσο και από όλο το γραφειοκρατικό στρώμα. Το χρόνιο γάντζωμα στην καρέκλα πρέπει να δικαιολογηθεί (αν φυσικά νιώθει κάποιος την ανάγκη να το δικαιολογήσει). Ασφαλώς όλα τα παραπάνω δεν αναιρούν επ ουδενί την τιμιότητα, την αντοχή και τις αγαθές προθέσεις χιλιάδων μελών ακόμη και κάποιων γραφειοκρατών αλλά εν προκειμένω ο στόχος δεν είναι να “ευλογήσουμε τα γένια μας” αλλά να κάνουμε μια όσο βαθύτερη χειρουργική τομή γίνεται. 

Αν σκεφτούμε μαζί με όλα τα παραπάνω πως από το 2010 και έπειτα η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων εργαζομένων επιδεινώθηκε δραματικά και πως είναι κοινός τόπος ότι η ζωή των νέων γενιών θα είναι χειρότερη από των προηγούμενων, κάτι που θα συμβεί για πρώτη φορά μεταπολεμικά, τότε μπορεί να φανταστεί κάποιος τι σημαίνει επαγγελματοποίηση για τα νέα, μετά το 2010 ή λίγο πριν, επαγγελματικά στελέχη. Τι σημαίνει η γρήγορη επαγγελματοποίηση σε συνθήκες γλίσχρων μισθών, διαλυμένης εργατικής νομοθεσίας, ελαστικών εργασιακών σχέσεων και υψηλής ανεργίας. Δεν είναι φυσικό κι επόμενο εντός ενός τέτοιου περιβάλλοντος κάποιοι να εξαρτούν την πολιτική τους θέση από την επαγγελματική τους κομματική ιδιότητα; Να θυμηθούμε πως κάποιοι συμφωνούσαν με τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου και το κοινό πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ, με τον Μπρέζνιεφ και τον Γκορμπατσόφ, με τις κυβερνήσεις Ζολώτα και Τζαννετάκη, και αργότερα με τη θέση για ιμπεριαλιστική Ελλάδα, με τον άκρατο σεχταρισμό, την εξαφάνιση της τακτικής και την υπερπροβολή της στρατηγικής και πολλά ακόμη; Μιλάμε για τους ίδιους ανθρώπους που ουδέποτε τους ακούσαμε να κάνουν την αυτοκριτική τους ή να ερμηνεύουν τις οβιδιακές μεταμορφώσεις τους.

Τι σημαίνει σε θεωρητικό επίπεδο η ύπαρξη επαγγελματοποιημένων και μη επαγγελματοποιημένων μελών; Σημαίνει το φανέρωμα της διάστασης ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Είναι μια ιδιότυπη έκφραση της αντίθεσης μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Άρση της αντίθεσης θεωρίας-πράξης και πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας δεν μπορεί να επιτευχθεί ακόμη και αν μιλάμε για κομμουνιστικές οργανώσεις, δηλαδή μικροκοινωνίες που τείνουν ή υποτίθεται ότι τείνουν προς μια μορφή αταξικής κοινωνίας στο εσωτερικό τους. Ο καταμερισμός εργασίας που υπάρχει στον καπιταλισμό αποτυπώνεται και στο εσωτερικό μιας κομμουνιστικής οργάνωσης. Αυτό είναι αντικειμενικό. Το θέμα είναι αν γίνεται συνείδηση και αν υπάρχει προβληματισμός προκειμένου το φαινόμενο να περιορίζεται. Η πράξη δείχνει πως δεν υπάρχει τέτοια κατεύθυνση και η εξήγηση είναι μάλλον απλή: κάποιοι βολεύονται.

Ο Λένιν μπορεί να μην έγραψε ένα συνεκτικό έργο για τη γραφειοκρατία, ωστόσο οι αναφορές του είναι τόσες και τέτοιες που δεν αφήνουν περιθώριο αμφισβητήσεων. Ο Λένιν θεωρούσε ότι η γραφειοκρατία είναι ένα καρκίνωμα που χρήζει αντιμετώπισης. Αν και αναφέρεται στο αστικό κράτος και στα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του πρώτου εργατικού κράτους στην ιστορία αλλά οι παρατηρήσεις του είναι καίριες και για το σύγχρονο κομμουνιστικό κομματικό φαινόμενο.

Το γραφειοκρατικό φαινόμενο στην αστική κοινωνία ο Λένιν το βλέπει με τρεις διαφορετικές μορφές: Πρώτον, με την έννοια της δημόσιας εξουσίας που είναι χωρισμένη από το λαό κι εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης.  Δεύτερον, με την έννοια της σχετικής αυτονόμησης ενός κρατικού στρώματος από την αστική τάξη που εκφράζεται (η σχετική αυτονόμηση) με την εξυπηρέτηση των ιδιαίτερων συμφερόντων αυτού του στρώματος. Τρίτον, με την έννοια του χαρτοβασιλείου, της δυσκινησίας του κρατικού τομέα: «Η γραφειοκρατία, γενικά παρμένη, μπορεί να σημαίνει χαρτοβασίλειο, αναβλητικότητα πνίξιμο στα χαρτιά, τυπική αλληλογραφία».

Βλέποντας κάποιος αυτές τις τρεις έννοιες, αναρωτιέται γιατί δόθηκε από τοn Λένιν ο ίδιος χαρακτηρισμός (γραφειοκρατία) σε τρία διαφορετικά φαινόμενα που σε πρώτη ματιά είναι ασύνδετα μεταξύ τους. Ποιος άραγε είναι ο κοινός παρονομαστής τους, ποιος ο συνδετικός ιστός που τα διαπερνάει; Η απάντηση βρίσκεται στο ότι και στις τρεις περιπτώσεις εκφράζεται η απόσπαση από το λαό (εργατική τάξη και σύμμαχα λαϊκά στρώματα), από την εξυπηρέτηση των άμεσων και μακροπρόθεσμων συμφερόντων του. Κι ακόμη: η μια έννοια μπορεί να συνεπάγεται την άλλη. Για παράδειγμα: όταν κάποιος βρίσκεται σε θέση που είναι χωρισμένη από το λαό και που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, αυτό επιφέρει την αδιαφορία και τη δυσκινησία στη διαδικασία της επίλυσης των προβλημάτων των λαϊκών στρωμάτων.

Ο Λένιν από αυτές τις τρεις έννοιες της γραφειοκρατίας κρατάει τις δυο τελευταίες για τη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

Μάλιστα, ο Λένιν φαίνεται να συνδέει τους γραφειοκράτες με την υποκριτική συμπεριφορά του κόλακα. Σε ταξίδι που έκανε με το σιδηρόδρομο και χωρίς να φανερωθεί γράφει: «Ευτυχώς, επειδή ήμουν στην ντρεζίνα ινκόγκνιτο, μπορούσα να ακούσω και άκουσα ανοικτές, ειλικρινείς (και όχι υπηρεσιακά-γλυκές και ψεύτικες) διηγήσεις των υπαλλήλων και από αυτές κατάλαβα ότι αυτό δεν είναι μια περίπτωση, αλλά όλη η οργάνωση είναι παρόμοια, ανήκουστα αίσχος, ξεχαρβάλωμα και πλήρης ανικανότητα».[1] Κι ακόμα: «όλη η δουλεία όλων των οικονομικών οργάνων μας υποφέρει πιο πολύ από τη γραφειοκρατία. Οι κομμουνιστές έγιναν γραφειοκράτες. Αν υπάρχει κάτι που θα μας καταστρέψει είναι αυτό», η υπογράμμιση στο πρωτότυπο.[2] Είναι προφανές ότι εδώ δεν μιλάει για τους παλιούς γραφειοκράτες, αλλά για τους ίδιους τους κομμουνιστές. Και για να μη μείνει καμία αμφιβολία για αυτό λέει: «Στη μάζα των συνδικάτων δημιουργήθηκε ένα πνεύμα δυσαρέσκειας απέναντί μας από τα λάθη μας, από τη γραφειοκρατία που αφήσαμε να αναπτυχθεί στα ανώτερα κλιμάκια και από εμένα τον ίδιο…».[3]

Πόσο, αλήθεια, έχουν ληφθεί υπόψη όλες αυτές οι σκέψεις του Λένιν;

 

Τα αίτια των παρεκκλίσεων

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να συμφωνήσουμε σε κάτι μάλλον αυτονόητο. Η ταξική συνείδηση και η ταξική θέση δεν είναι δυο έννοιες που ακολουθούν το μοντέλο μιας μαθηματικής συνάρτησης «1-1» (ένα προς ένα). Με άλλα λόγια η ταξική θέση δεν καθορίζει με ένα απόλυτο και αυστηρό τρόπο το περιεχόμενο της ταξικής συνείδησης. Ο εργάτης δεν έχει απαραίτητα επαναστατική συνείδηση, ο μικροαστός μικροαστική και ο αστός αστική. Η ζωή έχει δείξει ότι δεν επιβεβαιώνεται μια τέτοια αντιστοιχία και είναι σαφώς πολυπλοκότερη. Υπάρχουν εργάτες υποταγμένοι και που υιοθετούν επιθετικά πολλές φορές την κυρίαρχη ιδεολογία, μικροαστοί που περνάνε σε επαναστατικές θέσεις ή και γίνονται βασιλικότεροι του βασιλέως (σε σχέση με τπους αστούς), ακόμη και αστοί που προδίδουν την τάξη τους, αν και αυτό το τελευταίο είναι το σπανιότερο όλων. Εντούτοις, υπάρχουν κοινωνικές τάσεις. Οι εργάτες ως ένα βαθμό κατανοούν την ταξικότητα της κοινωνίας (αυτό δεν σημαίνει ότι βλέπουν πάντα και τη λύση), ενώ οι αστοί είναι αυτοί που συντριπτικά κατανοούν τη θέση τους και τον τρόπο που θα τη διατηρήσουν. Οι αστοί έχουν πολύ καλύτερη επίγνωση των ταξικών τους συμφερόντων σε σχέση με τα υπόλοιπα στρώματα και τάξεις, λόγω της κυριαρχίας τους, ιδεολογικής, πολιτικής και επειδή αυτοί είναι που έχουν την εξουσία, κάτι που τους κάνει εξαιρετικά αποτελεσματικούς στη διατήρηση της θέσης τους.

Ο επηρεασμός εργατών και μικροαστών από την κυρίαρχη ιδεολογία διαφέρει σε ένταση και έκταση, ανάλογα με την ιστορική περίοδο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι δεδομένος. Η μαρξική θεωρία της αλλοτρίωσης, η μυστικοποίηση του εμπορεύματος, ο μηχανισμός του φόβου, οι νέες και παλιές μέθοδοι κοινωνικής χειραγώγησης, η εξαγορά, η πολυδιαστρωμάτωση της εργατικής τάξης, η εργατική αριστοκρατία, οι νίκες και οι ήττες δεν θα μπορούσαν παρά να δημιουργήσουν παρεκκλίσεις, αριστερές ή δεξιές. Για παράδειγμα. Μία ήττα μπορεί να οδηγήσει σε έναν κινηματικό πεσιμισμό, στην άποψη ότι επαναστατικές ανατροπές δεν είναι εφικτές κι έτσι ο μεταρρυθμισμός να πάρει τη θέση του μαρξισμού και της επανάστασης. Από την άλλη μία νίκη, μικρή ή μεγάλη, μπορεί να οδηγήσει σε μία υπεραισιοδοξία και πάνω κάτω στο συμπέρασμα ότι μπορούμε να οδηγηθούμε σε νίκες μέσω επαναστατικών βερμπαλισμών.

Αξίζει, όμως, μια εκτενέστερη αναφορά στο ζήτημα της εργατικής αριστοκρατίας. Οι όποιες αναφορές ακολουθήσουν δεν έχουν στραμμένο το βλέμμα απαραίτητα στην ελληνική περίπτωση αλλά στην εν γένει πορεία του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος.

Ο Ένγκελς βλέπει τη δημιουργία της εργατικής αριστοκρατίας εντός των τρέιντ γιούνιον: « […] Είναι οι οργανώσεις των εργατικών κλάδων, όπου χρησιμοποιείται ή πάντως επικρατεί μόνον η εργασία ενήλικων αντρών. Εδώ ούτε ο συναγωνισμός της γυναικείας και της παιδικής εργασίας, ούτε ο συναγωνισμός της μηχανής δεν κατάφεραν ως τώρα να σπάσουν την οργανωμένη τους δύναμη. Οι οργανώσεις των μηχανουργών, των μαραγκών και επιπλοποιών και των οικοδόμων είναι η καθεμιά τους μια τέτοια δύναμη που μπορεί, όπως λ.χ. κάνουν οι οικοδόμοι, να αντισταθεί με επιτυχία ακόμα και στη χρησιμοποίηση μηχανών. Η κατάστασή τους αναμφισβήτητα έχει καλυτερέψει σημαντικά από το 1848. Η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι από 15 και πάνω χρόνια όχι μόνον οι εργοδότες τους ήταν ευχαριστημένοι μ’ αυτούς αλλά και οι ίδιοι ήταν εξαιρετικά ευχαριστημένοι με τους εργοδότες τους. Αποτελούν μια αριστοκρατία μέσα στην εργατική τάξη. Κατάφεραν ν’ αποσπάσουν μια σχετικά άνετη κατάσταση και αυτή την κατάσταση τη δέχονται σαν οριστική. Είναι οι υποδειγματικοί εργάτες των κυρίων Λεόνε Λεβί και Τζίφφεν (καθώς και του καλοκάγαθου Λούγιο Μπρεντάνο) και είναι πραγματικά πολύ συμπαθητικοί, βολικοί άνθρωποι για κάθε λογικό κεφαλαιοκράτη ξεχωριστά και για την τάξη των κεφαλαιοκρατών στο σύνολό της».[4]

Επίσης, ο Ένγκελς σε ένα γράμμα του προς τον Μαρξ, στις 7 Οκτωβρίου του 1858, έγραφε: «Το αγγλικό προλεταριάτο στην πραγματικότητα αστικοποιείται ολοένα και περισσότερο, έτσι που αυτό το πιο αστικό από όλα τα έθνη θέλει, καυτά τα φαινόμενα, να οδηγήσει τελικά τα πράγματα ως το σημείο που να έχει μια αστική αριστοκρατία κι ένα αστικό προλεταριάτο δίπλα στην αστική τάξη. […]».[5]

Ο ίδιος ο Λένιν το 1916 συμπληρώνει: «Γιατί το μονοπώλιο της Αγγλίας εξηγεί τη νίκη του οπορτουνισμού (προσωρινά) στην Αγγλία; Επειδή το μονοπώλιο δίνει υπερκέρδος πάνω από το κανονικό, δηλ. πρόσθετο κέρδος πάνω από το κανονικό, από το συνηθισμένο σε όλο τον κόσμο καπιταλιστικό κέρδος. Από αυτό το υπερκέρδος οι καπιταλιστές μπορούν να ρίξουν ένα κομματάκι (και μάλιστα όχι μικρό!) για να εξαγοράσουν τους εργάτες του, για να δημιουργήσουν κάτι σαν συμμαχία(θυμηθείτε τος περιβόητες “συμμαχίες”  των αγγλικών τρέιντ-γιούνιον με τα αφεντικά τους, που τις έχουν περιγράψει οι Βεμπ) – συμμαχία των εργατών του δοσμένου έθνους με τους δικούς τους καπιταλιστές ενάντια στις άλλες χώρες […]».[6]

Στη συνέχεια αναφέρει και άλλους θεσμούς μέσω των οποίων συντελείται η δημιουργία της εργατικής αριστοκρατίας: «Πάνω στην οικονομική βάση που αναφέραμε, οι πολιτικοί θεσμοί του νεότατου καπιταλισμού – τύπος, κοινοβούλιο, ενώσεις, συνέδρια κλπ. – έχουν δημιουργήσει για τους σεβόμενους τα καθιερωμένα, τους φρόνιμους ρεφορμιστές και πατριώτες υπαλλήλους κι εργάτες πολιτικά προνόμια και ψιχία.

»Προσοδοφόρες και ζεστές θεσούλες στα Υπουργεία και στην Επιτροπή πολεμικής βιομηχανίας, στο κοινοβούλιο και στις διάφορες επιτροπές, τις συντάξεις των “σοβαρών” νόμιμων εφημερίδων ή στις διοικήσεις των όχι λιγότερο σοβαρών και “αστικά – πειθήνιων” εργατικών συνδικάτων.

»Να με τι προσελκύει και αμείβει η ιμπεριαλιστική αστική τάξη τους εκπροσώπους και οπαδούς των αστικών εργατικών κομμάτων».[7]

Το 1920 δίνοντας τον χαρακτηρισμό της εργατικής αριστοκρατίας έγραφε πως πρόκειται για  «[…] πέρα για πέρα μικροαστικό ως προς τον τρόπο ζωής του, το μέγεθος των απολαβών του και την όλη κοσμοθεωρία του, το κύριο στήριγμα της Β΄ Διεθνούς και στις μέρες μας το κύριο κοινωνικό στήριγμα της αστικής τάξης».[8]

Στο κλασικό του έργο για τον αριστερισμό σημείωνε: «Ο καπιταλισμός δε θα ήταν καπιταλισμός αν το “καθαρό” προλεταριάτο δεν ήταν περιτριγυρισμένο από ένα σωρό εξαιρετικά πολύμορφους μεταβατικούς τύπους, από τον προλετάριο ως το μισοπρολετάριο (εκείνον που κατά το μισό βγάζει το ψωμί του πουλώντας την εργατική του δύναμη), από τους μισοπρολετάριους ως το μικροαγρότη, από το μικρό ως το μεσαίο αγρότη κτλ., αν μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο δεν υπήρχαν διαιρέσεις σε περισσότερο και λιγότερο αναπτυγμένα στρώματα, διαιρέσεις τοπικές, επαγγελματικές, κάποτε θρησκευτικές κτλ».[9]

Υπήρξαν ιστορικές αντιστοιχίες στις μετέπειτα εποχές και που να αφορούν ειδικότερα τα κομμουνιστικά κόμματα; Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ίσως μας δίνει μια απάντηση. Το 1945 έγινε στην Αλγερία μία μεγάλη σφαγή χιλιάδων Αλγερινών από τα γαλλικά στρατεύματα. Στην τότε κυβέρνηση συμμετείχαν και κομμουνιστές. Το 1956 πραγματοποιήθηκε η Αλγερινή εξέγερση ενάντια στην αποικιοκρατική Γαλλία. Το ΓΚΚ λειτούργησε αντιφατικά. Από τη μία καταδίκασε τη γαλλική πολιτική και την καταπίεση του Αλγερινού λαού και καταδίκασε τον Ντε Γκολ ως διεκπεραιωτή των φασιστικών δυνάμεων και των συμφερόντων των αμερικανικών μονοπωλίων ακολουθώντας μία λογική προλεταριακού διεθνισμού. Από την άλλη όμως κατήγγειλε την Αλγερινή εξέγερση των «χιτλερικών πρακτόρων» που ηγούνταν των Αλγερινών οργανώσεων. Μάλιστα, ο Σαρλ Τιλόν, μέλος του ΠΓ του κόμματος, ενώ ήταν Υπουργός αεροπορίας δεν παραιτήθηκε την ίδια στιγμή που η γαλλική αεροπορία επιχειρούσε κατά Αλγερινών χωριών. Ομοίως διατηρήθηκε στη θέση του όταν οι Γάλλοι εισέβαλαν στο Βιετνάμ. Παράλληλα, το 1956 οι βουλευτές του ΓΚΚ ψήφισαν τα «έκτακτα μέτρα» καταστολής στην Αλγερία.

Η εργατική αριστοκρατία εν τέλει λειτουργεί για την εξυπηρέτηση των δικών της στενών συμφερόντων κι όχι έχοντας στην οπτική της την ανάπτυξη των εργατικών αγώνων αν και όλη της η δράση γίνεται στο όνομα ακριβώς αυτών των εργατικών αγώνων. Επομένως αντικειμενικά αποτελεί ένα ανάχωμα στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης αλλά επιτελεί άλλη μία λειτουργία. Αποτελεί ένα «πρότυπο» για κάποια εργατικά στρώματα που δεν εντάσσονται στο στρώμα της εργατικής αριστοκρατίας. Με άλλα λόγια διαμορφώνεται ένα εν δυνάμει αριστοκρατικό εργατικό στρώμα συγκροτώντας ένα δεύτερο επίπεδο αλλοτρίωσης εντός της εργατικής τάξης. Είναι σαν να λέμε “η κρυφή γοητεία της εργατικής αριστοκρατίας”.

Η ίδια η πορεία του καπιταλισμού μπορεί να δημιουργήσει αυταπάτες και όχι απαραίτητα στα στρώματα της εργατικής αριστοκρατίας αλλά και σε ευρύτερα εργατικά στρώματα. Μια φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπως αυτή που γνώρισε η Ευρώπη μετά τη λήξη του Β΄ παγκόσμιου πολέμου (κεϋνσιανό μοντέλο), κατά την οποία θεωρήθηκε ότι οι κρίσεις εξαλείφθηκαν ήταν τέτοια που επηρέασε και κάποια κομμουνιστικά κόμματα. Το όραμα της κοινωνικής επανάστασης αδυνάτισε και ο ευρωκομμουνισμός βρήκε εύφορο έδαφος ανάπτυξης σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, δηλαδή χώρες που γνώρισαν αξιοσημείωτη καπιταλιστική ανάπτυξη. Ομοίως η σοσιαλδημοκρατία κυριάρχησε ή σε κάθε περίπτωση είχε έντονη παρουσία σε χώρες όπως η Γερμανία, η Αγγλία και τις σκανδιναβικές χώρες (βεβαίως και τα κλασικά αστικά κόμματα υιοθέτησαν πιστά την κεϋνσιανή πολιτική). Ο Άνγκους Μάντισον έδειξε ότι το μέσο ετήσιο ποσοστό οικονομικής μεγέθυνσης κατά την περίοδο 1950-1973 ήταν υπερδιπλάσιο εκείνου των προηγούμενων και των μεταγενέστερων περιόδων (1820-1870, 1870-1913, 1913-1950 και 1973-1979). Ένα πλέγμα αιτιών μπορεί να εξηγήσει αυτήν την οικονομική μεγέθυνση: η ανάπτυξη του ελεύθερου εμπορίου, το σχέδιο Μάρσαλ, η ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης, οι κρατικές παρεμβάσεις, η μετανάστευση εργατών κ.ά. ήταν οι προωθητικοί παράγοντες αν και ίδιοι αυτοί οι παράγοντες έφτασαν σε ένα οριακό σημείο οδηγώντας στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους κι έτσι στη δεύτερη μεγάλη κρίση, μετά από το 1929, αυτή του 1973. Η οικονομική μεγέθυνση είχε θετικές περιπτώσεις και στην αύξηση των μισθών. Ο παρακάτω πίνακας είναι χαρακτηριστικός:

 

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΜΙΣΘΟΙ ΑΝΑ ΕΡΓΑΤΗ ΣΕ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ, 1953-1970[10]

 

1953

1960

1970

Βέλγιο

53,5

64,3

100

Γαλλία

55,5

61,9

100

Ολλανδία

40,2

54,9

100

Ιταλία

37,5

52,5

100

Ιαπωνία

38,2

50,9

100

Ηνωμένο Βασίλειο

61,1

75,3

100

ΗΠΑ

69,0

81,0

100

Δυτική Γερμανία

41,8

55,8

100

 

Τι μπορεί, όμως, να σημαίνει η καπιταλιστική ανάπτυξη για την εργατική τάξη; Ακόμη και στην περίπτωση ανοίγματος της εισοδηματικής ψαλίδας ανάμεσα στους εργάτες και τους αστούς, μπορεί να έχουμε αύξηση του εισοδήματος των εργατών. Όσο μάλιστα διατηρείτο το κεϋνσιανό μοντέλο, υπήρχε ένας ορισμένος όγκος κοινωνικών παροχών, αυτό που θα ονομάζαμε κοινωνικό μισθό. Έτσι, ανάμεσα στην εκμετάλλευση, την ανεργία, την καταπίεση και τις παροχές, κέρδιζαν οι παροχές, με δεδομένη και την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας. Η αύξηση των μισθών, η εδραίωση της εργατικής αριστοκρατίας, η διατήρηση ενός καθεστώς νεοαποικιοκρατίας, αλλοίωνε την ταξική συνείδηση των μελών της εργατικής τάξης.

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, επίσης, και τη στροφή που σημειώθηκε στους κόλπους του ΚΚΣΕ επί Χρουτσόφ και τις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μέσω των μεταρρυθμίσεων Κοσίγκιν, αλλαγές που δεν άφησαν ανεπηρέαστα τα κομμουνιστικά κόμματα σε όλο τον κόσμο και σήμαναν μία διαιρετική τομή στο παγκόσμιο κ.κ.. Επ’ ευκαιρία να πούμε πως οι διασπάσεις είναι τόσες που δεν μπορούν παρά να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για αντικειμενικό φαινόμενο. Διάσπαση σημειώθηκε στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο με αιτία τη στάση των κομμουνιστών απέναντι στο ζήτημα της υπεράσπισης της πατρίδας, διάσπαση σημειώθηκε τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής κυβέρνησης με τον σχηματισμό μιας σειράς αντιπολιτεύσεων, διάσπαση με τον ευρωπαϊκό αριστερισμό, διάσπαση με το ρεύμα του τροτσκισμού, διάσπαση με το ρεύμα του μαοϊσμού, διάπσαση με το ρέυμα του ευρωκομμουνισμού κ.λπ.. Όπως και στο ζήτημα της γραφειοκρατίας το θέμα είναι η εξασφάλιση εκείνων των συνθηκών προκειμένου τα αποτελέσματα των διασπάσεων να είναι τα λιγότερο δυνατό καταστροφικά.

Ας δούμε μερικά παραδείγματα που αφορούν τις ιδεολογικοπολιτικές επιπτώσεις στα κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΓΚΚ) στο 22ο συνέδριό του, το 1976, πραγματοποιεί τη μεγάλη στροφή. Αφαιρεί από το πρόγραμμά του τη δικτατορία του προλεταριάτου (δτπ) και υιοθετεί τον ειρηνικό δρόμο περάσματος στον σοσιαλισμό. Το ΓΚΚ αιτιολογεί την αλλαγή με βάση τρεις παραμέτρους: α) τη σύγχυση των κομμουνιστών για τη σχέση αστικής δημοκρατίας-δικτατορίας, β) τις παραβιάσεις της προλεταριακής δημοκρατίας στις σοσιαλιστικές χώρες και γ) την έννοια της εργατικής τάξης και το ζήτημα της ηγεμονίας. Το αν είχαν βάση οι προβληματισμοί των ΓΚΚ είναι ένα ζήτημα πολύ διαφορετικό από τη στρατηγική μεταστροφή αυτού του κόμματος. Πρόκειται για την κλασική περίπτωση κατά την οποία πετάμε μαζί με τα απόνερα και το παιδί. Όπως και να  έχει οι αλλαγές πραγματοποιούνται κι ενώ έχει προηγηθεί καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ευρώπη (παρόλη την κρίση του 1973), έχει προηγηθεί ο Μάης του 1968 που συνοδεύτηκε από την εκλογική νίκη του Ντε Γκολ και οι σοσιαλιστικές χώρες έχουν αρχίσει να χάνουν την ελκτική τους δύναμη στο ευρωπαϊκό προλεταριάτο. Παράλληλα σταδιακά συντελούνται αλλαγές στην εργατική τάξη που οδηγούν όχι σε απώλεια της αντικειμενικής ιστορικής της θέσης αλλά οδηγούν σε συγχύσεις και αυταπάτες.

Όπως για παράδειγμα ο Χομπσμπάουμ επισημαίνει ότι στα τέλη του 19ου αιώνα οι εργάτες, «πουλώντας την εργατική τους δύναμη ως μισθωτοί χειρώνακτες εργάτες, έμαθαν να βλέπουν τον εαυτό τους ως μία ενιαία εργατική τάξη και να θεωρούν το γεγονός αυτό ως το ασύγκριτα πιο σημαντικό πράγμα στην κοινωνική τους ζωή».

Εντοπίζει, επιπλέον, τα ενοποιητικά στοιχεία της εργατικής τάξης: «Τους εργάτες ένωναν επίσης ο μαζικός κοινωνικός διαχωρισμός τους, ο ξεχωριστός τρόπος ζωής ή ακόμη και το ντύσιμό τους, καθώς και οι περιορισμένες δυνατότητες και ευκαιρίες που είχαν στη ζωή τους, πράγμα που τους διαχώριζε από τους υπαλλήλους που είχαν μεν μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα, αλλά από οικονομική άποψη πιέζονταν κι αυτοί εξίσου σκληρά. Τα παιδιά των εργατών δεν προσδοκούσαν να πάνε –σπάνια, δε, πήγαιναν– στο πανεπιστήμιο. Τα περισσότερα δεν περίμεναν να συνεχίσουν ούτε στο σχολείο μετά τα χρόνια της υποχρεωτικής φοίτησης. […]

»Και τελικά τους ένωνε το κεντρικό σημείο αναφοράς της ζωής τους, η συλλογικότητα: η κυριαρχία του “εμείς” επί του “εγώ”. Η γνήσια ισχύς των εργατικών κινημάτων και κομμάτων εκπήγασε από τη δικαιολογημένη πεποίθηση των εργατών ότι δεν μπορούσαν να βελτιώσουν τη μοίρα τους, δρώντας ως άτομα παρά μόνο μέσα από τη συλλογική δράση, κατά προτίμηση δε συγκροτώντας οργανώσεις, είτε με την αλληλοβοήθεια είτε με τις απεργιακές κινητοποιήσεις είτε με την ψήφο τους».

Πώς όμως έσπασαν τα ενοποιητικά στοιχεία της εργατικής τάξης. Ο Χομπσμπάουμ μάς εξηγεί: «Από πολλές απόψεις, στις παλαιότερες ανεπτυγμένες χώρες αυτή η ενσυνείδητη συνοχή της εργατικής τάξης έφτασε στο απόγειό της προς τα τέλη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά τη διάρκεια της Χρυσής Εποχής, σχεδόν όλα τα στοιχεία της συνοχής αυτής υπονομεύτηκαν. Η μεγάλη οικονομική άνοδος, σε συνδυασμό με την πλήρη απασχόληση και μια κοινωνία γνήσιας μαζικής κατανάλωσης, μετάλλαξαν τελικά τη ζωή της εργατικής τάξης στις ανεπτυγμένες χώρες και συνέχισαν να τη μεταλλάζουν. […] Η ζωή, απροσμέτρητα τώρα πιο άνετη και ευημερούσα από όσο θα περίμενε ποτέ οποιοσδήποτε μη Αμερικανός και μη Αυστραλός, ιδιωτικοποιήθηκε και με την τεχνολογία του χρήματος και με τη λογική της αγοράς: έχοντας πλέον την τηλεόραση δεν ήταν αναγκαίο να πηγαίνει κανείς στο γήπεδο για να παρακολουθήσει τον ποδοσφαιρικό αγώνα, έχοντας τηλεόραση και βίντεο δεν αισθανόταν πλέον την ανάγκη να πάει στον κινηματογράφο, έχοντας το τηλέφωνο δεν είχε ανάγκη να κουτσομπολεύει με τους φίλους του στην πλατεία ή στην αγορά. […] Ευημερία και ιδιωτικοποίηση διέσπασαν την ενότητα που είχαν σφυρηλατήσει η φτώχεια και η συλλογικότητα στο δημόσιο χώρο.

»[…] Το θέμα ήταν ότι τώρα οι πιο πολλοί μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στην κοινωνία της αφθονίας. Η διαφορά μεταξύ αυτού που είχε αυτοκίνητο Volkswagen «σκαθάρι» και εκείνου που είχε Μercedes ήταν ασύγκριτα πιο μικρή από τη διαφορά μεταξύ αυτού που είχε ιδιωτικό αυτοκίνητο και εκείνου που δεν είχε, ιδιαίτερα μάλιστα αν ακόμη και τα πιο ακριβά αυτοκίνητα ήταν (θεωρητικά) διαθέσιμα με μηνιαίες δόσεις».

Σημαντικό στοιχείο κατά τον Χομπσμπάουμ ήταν και η τακτική του αντίπαλου, προκειμένου να δημιουργήσει ή να οξύνει στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, οικονομικές διαφοροποιήσεις. Αναφερόμενος στην περίπτωση της Θάτσερ (M. Thatcher) και της Μ. Βρετανίας, μιλά για το ανώτατο 10% της εργατικής τάξης το οποίο βελτίωσε σημαντικά τη θέση του, έχοντας τριπλάσιες ακαθάριστες αποδοχές σε σχέση με το υπόλοιπο τμήμα της τάξης. Μάλιστα, εκτιμάται ότι η επιτυχία της κυβέρνησης Θάτσερ οφείλεται στην απόσπαση ειδικευμένων εργατών από το Εργατικό Κόμμα.

Ο Χομπσμπάουμ αναφέρεται ακόμη στην ιδιωματική έκφραση «μετα-φορντισμός» και κάνει σύγκριση του φορντισμού και μετα-φορνισμού, σημειώνοντας: «[…] Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της βιομηχανικής εποχής ήταν το τεράστιο εργοστάσιο μαζικής παραγωγής, δομημένο γύρω από τον ιμάντα μεταφοράς, η πόλη ή όλη η περιοχή όπου κυριαρχούσε μία και μόνη βιομηχανία, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία στο Ντητρόιτ ή το Τορίνο, η ενωμένη εργατική τάξη τοπικά, με δεσμούς που προέκυπταν από τους κοινούς χώρους κατοικίας και τύπους εργασίας, μια πραγματική πολυκέφαλη ενότητα. […]

»Αντίστροφα [σ.σ. στη μετα-φορντική εποχή], ενώ η μεγάλη βιομηχανία μαζικής παραγωγής και η μεγάλη βιομηχανική μονάδα επέζησαν και στη δεκαετία του ’90, μολονότι τώρα είχαν αυτοματοποιηθεί και υποστεί πολλές αλλαγές, οι νέες βιομηχανίες ήταν πολύ διαφορετικές. Στις κλασικές “μετα-φορντικές” βιομηχανικές περιοχές –επί παραδείγματι το Βένετο, η Εμίλια-Ρομάνα και η Τοσκάνη στη βόρεια και κεντρική Ιταλία– δεν υπήρχαν πλέον οι μεγάλες βιομηχανικές πόλεις, οι μεγάλες κυρίαρχες βιομηχανίες, οι τεράστιες βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Υπήρχαν μωσαϊκά ή δίκτυα επιχειρήσεων από μικρά εργαστήρια μέχρι μετρίου μεγέθους (αλλά υψηλής τεχνολογίας) βιομηχανικές μονάδες, διάσπαρτες στις πόλεις και στην ύπαιθρο.

»[…] Η εργατική τάξη έπεσε θύμα των νέων τεχνολογιών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους ανειδίκευτους και ημιειδικευμένους εργάτες, άνδρες και γυναίκες, στις γραμμές μαζικής παραγωγής, διότι μπορούσαν πιο εύκολα να αντικατασταθούν από αυτόματα μηχανήματα

»[…] Στην περίοδο 1980-1984, η Βρετανία έχασε το 25% της μεταποιητικής της βιομηχανίας. Στην περίοδο από το 1973 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο συνολικός αριθμός των απασχολουμένων στο μεταποιητικό τομέα στις έξι παλαιές βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης μειώθηκε κατά επτά εκατομμύρια, ή περίπου κατά το ένα τέταρτο, το μισό από το οποίο χάθηκε στην περίοδο 1973-1983».

Τέλος, κατά τον Χομπσμπάουμ, στους παράγοντες που συντέλεσαν στις αλλαγές που υπέστη η εργατική τάξη, περιλαμβάνονται η μετανάστευση και η εσωτερική μετανάστευση των ντόπιων εργατών που άφησαν τις εργατουπόλεις προς αναζήτηση καλύτερων τόπων κατοικίας. Οι εργατουπόλεις, πλέον, μετατράπηκαν σε γκέτο περιθωριακών στοιχείων και ατόμων εξαρτημένων από την κοινωνική πρόνοια.[11]

 

Η περίπτωση ΚΚΕ

Μπορεί μία παρέκκλιση να μην εδράζεται σε υλική βάση; Να έχει μόνο ιδεολογικά αίτια; Η γνώμη μου είναι πως κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται λαμβάνοντας υπόψη πως η ιδεολογία έχει τη σχετική της αυτοτέλεια και μπορεί σε κάποιες στιγμές να αυτονομηθεί και να αποτελέσει μορφοποιητικό παράγοντα εκείνης ή της άλλης κατάστασης. Ωστόσο, η διάσπαση του ΚΚΕ το 1991 μπορεί να ερμηνευτεί και ως την επιθυμία κάποιων τότε μελών και στελεχών να εναρμονίσουν τα συμφέροντά τους με τον ίδιο τον καπιταλισμό. Από την άλλη η τωρινή στροφή δεν έχει κάτι ανάλογο. Η μόνο υλική βάση είναι η προάσπιση των όποιων γραφειοκρατικών προνομίων από τα ηγετικά κλιμάκια. Το θέμα είναι να μπορεί η γραφειοκρατία να αναπαράγεται. Οι επαναστατικές μεγαλοστομίες είναι άνευ αντικρίσματος. Ωστόσο, υποστηρίζω ότι η ιδεολογία έπαιξε ένα καθοριστικό ρόλο.

Το ΚΚΕ αποτελεί οπωσδήποτε μία ιδιαίτερη περίπτωση σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα. Είχε, τρόπον τινά, μία αντίστροφη ιδεολογική και πολιτική πορεία σε σχέση με τα υπόλοιπα αδελφά κόμματα. Ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις τα κομμουνιστικά κόμματα βάδισαν σε μία πορεία σοσιαλδημοκρατικοποίησης, το ΚΚΕ υποτίθεται (θα το εξηγήσουμε αυτό το «υποτίθεται») βρέθηκε σε μία τροχιά μετατροπής του σε αριστερίστικο μόρφωμα. Πώς ερμηνεύεται αυτή η εξέλιξη;

Πρώτα από όλα ας παραθέσουμε κωδικοποιημένα τις αλλαγές που έλαβαν χώρα στο ΚΚΕ: α) απεμπόληση της τακτικής στρατηγικού χαρακτήρα όπως χαράκτηκε στο 15ο συνέδριο, δηλαδή απόρριψη του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου (ΑΑΔΜ), β) μετατροπή του ΠΑΜΕ σε κομματικό παράρτημα (ενώ ξεκίνησε ως μία κοινωνική- συνδικαλιστική συμμαχία) που οδήγησε σε πρωτοφανείς συνδικαλιστικές παρεμβάσεις στους εργασιακούς χώρους που κατέληγαν στη λαϊκή εξουσία, δηλαδή στη δικτατορία του προλεταριάτου, γ) αλλαγή βασικών εκτιμήσεων της ιστορίας του ΚΚΕ και της ιστορίας του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος («οπορτουνισμός» η 6η ολομέλεια του 1934, το 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το ΕΑΜ κ.ά.) κι εν τέλει διαπίστωση ότι η σημερινή ηγεσία αποκατέστησε τα επαναστατικά χαρακτηριστικά του ΚΚΕ (που μάλλον κατά αυτή τη σημερινή ηγεσία ουδέποτε υπήρξαν), δ) άρνηση πολιτικών συμμαχιών και υιοθέτηση του ιδεολογήματος ότι είμαστε μόνο υπέρ των κοινωνικών συμμαχιών, ε) άρνηση της κατάθεσης μιας άμεσης πολιτικής πρότασης που περιλαμβάνει εξωφρενικές θέσεις όπως ότι καμία σημασία δεν έχει αν οι επιχειρήσεις δημόσιου ενδιαφέροντος είναι ιδιωτικές ή κρατικές. Φυσικά για να μεταβολισθούν αυτές οι αλλαγές στο κομματικό σώμα ακολουθήθηκε εντελώς αντικαταστατικά η σταδιακή δημοσίευση άρθρων που προετοίμαζαν το έδαφος στη συνείδηση μελών και οπαδών (μιθριδατισμός), καρατομήθηκαν ή μπήκαν στο περιθώριο οι διαφωνούντες, στηλιτεύτηκαν όλοι οι υπόλοιποι ως οπορτουνιστές ή και ενεργούμενα της αστικής τάξης. Γιατί, όμως, επικράτησε σχετικά «αναίμακτα» αυτή η άνευ προηγουμένου στροφή της ηγεσίας; Ας δούμε μερικές εξηγήσεις.

  • Το ΚΚΕ υπέστη δύο πολύ σοβαρές διασπάσεις. Μία το 1989 κατά την οποία αποχώρησαν 15 μέλη της ΚΕ και διαλύθηκε επί της ουσίας η ΚΝΕ (η λεγόμενη ομάδα Γράψα) και μία το 1991 κατά την οποία το ΚΚΕ έσπασε στα δύο και η δεξιά ομάδα παρέμεινε στον Συνασπισμό που ως γνωστό μετατράπηκε στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ. Στην πρώτη διάσπαση ομάδα αριστεριστών αποφάσισε να παραμείνει στα ηγετικά κλιμάκια και να μην αποχωρήσει με στόχο μία συντεταγμένη φραξιονιστική δουλειά που θα άλλαζε το κόμμα με βάση τα δικά τους πρότυπα, πράγμα και το οποίο πέτυχαν. Ίσως πρόκειται για την πρώτη φράξια στην ιστορία του ΚΚΕ που πέτυχε κάτι τέτοιο.
  • Με βάση τις δύο διασπάσεις που υπέστη το ΚΚΕ και έθεσαν ζήτημα επιβίωσής του, δημιουργήθηκαν και φοβικά αντανακλαστικά στο κομματικό σώμα όσον αφορά τις πολιτικές συμμαχίες. Επομένως, υπήρχε το κατάλληλο έδαφος για την καλλιέργεια σεχταριστικών απόψεων και αντιλήψεων που προήγαγαν μία υποτιθέμενη ιδεολογική καθαρότητα που θα προφύλασσε το κόμμα από μελλοντικούς πιθανούς κινδύνους.
  • Η ηγετική φράξια που έβαλε σε λειτουργία το σχέδιο της υποτιθέμενης επαναστατικοποίησης του κόμματος είχε και την υπομονή να περιμένει να φύγουν από τη ζωή τα παλαιά κομματικά μέλη και στελέχη που ανήκαν στην εθνική αντίσταση. Το πολιτικό και ηθικό βάρος αυτής της γενιάς θα εμπόδιζε τη μετατροπή του κόμματος σε ένα «αριστερίστικο» κομματικό μόρφωμα. Η φυσική τους απουσία διευκόλυνε τη δράσης της ηγετικής φραξιονιστικής ομάδας.
  • Η βασανιστική πορεία του κινήματος από το 1990 κι έπειτα, τα πενιχρά αποτελέσματα συνδικαλιστικά, εκλογικά, ιδεολογικά και πολιτικά οδήγησαν σε απόψεις ελιτίστικες και αφ’ υψηλού θεωρήσεις των εργαζομένων που «δεν καταλαβαίνουν και δεν ριζοσπαστικοποιούνται». Δεν ήταν λίγες οι φορές που με υποδείξεις δασκαλίστικες στον λαό π.χ. «έχετε εμπειρία και πρέπει να καταλάβετε», «Αλλάξτε την ψήφο σας» κ.ά., φανερώθηκε ανάγλυφα αυτή η αντίληψη.

Τέλος, πρέπει να διευκρινίσω για ποιο λόγο δεν πρόκειται για μία καθαρόαιμη αριστερίστικη στροφή. Αυτό που υποστηρίζω είναι ότι πρόκειται για μείγμα δεξιού και αριστερού οπορτουνισμού. Πρόκειται για αριστερισμό σε επίπεδο θέσεων και ιστορικών θεωρήσεων (η στρατηγική έχει δεσπόζουσα θέση σε κάθε περίπτωση ανάλυσης και δράσης και η τακτική σχεδόν εξαφανίζεται), ενώ η άρνηση πολιτικών συμμαχιών και οι μαξιμαλιστικές θέσεις οδηγούν σε περιχαράκωση και απραξία (δεξιά παρέκκλιση). Ταυτόχρονα, σε διάφορες περιπτώσεις το ΚΚΕ έχει ακολουθήσει συστημική πολιτική, π.χ. η εικόνα μελών του ΚΚΕ να περιφρουρούν το κοινοβούλιο στις μεγάλες κινητοποιήσεις εν μέσω μνημονίων έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη, όπως και τα συγχαρητήρια που έλαβε από πρωτοκλασάτα ονόματα των εκπροσώπων της αστικής τάξης όπως η Ντόρα Μπακογιάννη και άλλους. Επίσης, πρόκειται για μία πολιτική που χαρακτηρίζεται από άλυτες αντιφάσεις. Για παράδειγμα ενώ το ΚΚΕ στο δημοψήφισμα κατήγγειλε τις δυνάμεις του «Όχι» και πρότεινε άκυρο-λευκό, στη συνέχεια σε τοποθέτησή του ο γραμματέας του ΚΚΕ κατήγγειλε (σωστά) τον ΣΥΡΙΖΑ ότι πρόδωσε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Μιαν άλλη αντίφαση είναι από τη μία η διαπίστωση ότι δεν έχει σημασία αν οι οικονομικές δομές κοινής ωφέλειας π.χ. ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ κ.ά. ανήκουν στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, αλλά από την άλλη όταν αυτές ιδιωτικοποιούνται “παλεύουμε για να φρενάρουμε την ιδιωτικοποίησή τους”. Εδώ, άραγε, δεν έχουμε να κάνουμε με ασυνέπεια και λογική αντίφαση;

 

Η περίπτωση της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς

Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά είχε και έχει ένα άλυτο πρόβλημα. Την ελλιπέστατη σύνδεσή της με την εργατική τάξη και τη μικροαστική της σύνθεση. Ο προνομιακός της χώρος είναι τα πανεπιστήμια και η μικροαστική διανόηση. Το γεγονός ότι είναι καθηλωμένη από όλες τις απόψεις εδώ και 50 χρόνια, δεν την έχει οδηγήσει σε μία γενναία αυτοκριτική. Αντιθέτως συνεχίζει να πορεύεται με θολά και αστήρικτα ιδεολογικά σχήματα (ολοκληρωτικός καπιταλισμός, ιμπεριαλιστική Ελλάδα, πάντρεμα μαρξισμού με Αλτουσέρ, απόρριψη του ΕΑΜ, θεώρηση των σοσιαλιστικών χωρών ως σοσιαλιμπεριαλιστικών ή ιδιότυπων κοινωνικών σχηματισμών κ.λπ.). Τα όποια θετικά βήματα σημειώθηκαν εν μέσω κρίσης (αναγνώριση έστω και δειλή της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης της Ελλάδας, υιοθέτηση του μεταβατικού προγράμματος, αποδοχή πολιτικών συμμαχιών, σωστή στάση στο δημοψήφισμα), στη συνέχεια ακυρώθηκαν με μία επιστροφή στον σεχταρισμό.

Τόσο το ΚΚΕ όσο και το εξωκοινοβούλιο, δεν μπόρεσαν να έχουν ουσιαστικά οφέλη μέσα από τρεις σοβαρές κρίσεις: την κρίση του 2010, την κρίση της πανδημίας, την παρούσα κρίση που χαρακτηρίζεται από μία άνευ προηγουμένου πληθωριστική έκρηξη που εντάθηκε από το δυστύχημα των Τεμπών. Και αναρωτιέται κάποιος, αν επαναστατικά κόμματα, κατά τον δικό τους χαρακτηρισμό, αδυνατούν να καρπωθούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, πότε αυτό θα συμβεί;

 

Το κρίσιμο ερώτημα

Μήπως όλα τα παραπάνω υποκρύπτουν μία εξιδανικευμένη και εκτός πραγματικότητας άποψη για τη λειτουργία ενός επαναστατικού κόμματος; Μήπως υποκρύπτουν μια απραγματοποίητη ουτοπία ρομαντικών επαναστατών που παρά τις αγνές προθέσεις τους δεν βλέπουν την πραγματικότητα και χαρακτηρίζονται από έλλειψη ρεαλισμού; Θα καταθέσω μερικές σκέψεις επ’ αυτού.

Ήδη, όσον αφορά το ζήτημα της γραφειοκρατίας, κατέθεσα τις σκέψεις μου. Το γραφειοκρατικό φαινόμενο είναι αντικειμενικό τόσο στη λειτουργία των κομμουνιστικών κομμάτων, όσο και στους κρατικούς σχηματισμούς σε σοσιαλιστικές χώρες. Το πέρασμα στην αταξική κοινωνία είναι μακροχρόνιο και απαιτεί προϋποθέσεις. Η ίδια η απονέκρωση του κράτους είναι μία διαδικασία με αντιφάσεις και πισωγυρίσματα. Αντιλαμβανόμενοι οι κλασικοί αυτή την αντιφατική και δύσκολη διαδικασία δεν χάραξαν μία αναρχική στρατηγική άμεσου περάσματος στην αταξική κοινωνία αλλά είδαν φάσεις: τη μεταβατική φάση της δικτατορίας του προλεταριάτου, τον σοσιαλισμό και την αταξική κοινωνία. Προφανώς δεν πρόκειται για φάσεις που οροθετούνται με χρονική αυστηρότητα μεταξύ τους. Στη μεταβατική φάση της δικτατορίας του προλεταριάτου ασφαλώς και υπάρχουν στοιχεία σοσιαλιστικής οικονομίας ή μπορούν να υπάρχουν και αναγκαστικές υποχωρήσεις τύπου ΝΕΠ.

Με αυτή τη σκέψη θέλω να υπογραμμίσω ότι οι αντικειμενικές συνθήκες δεν μεταβάλλονται βολουνταριστικά. Δεν εξαρτώνται από τη θέληση του υποκειμένου όσο ισχυρή και να είναι αυτή. Ωστόσο, το υποκείμενο μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε οι μεταβολές να γίνονται ταχύτερα, σε μεγαλύτερο βάθος και σε μεγαλύτερη έκταση. Από αυτή την άποψη το υποκείμενο δεν είναι ένα ανήμπορο στοιχείο στο δίπολο αντικειμενικού-υποκειμενικού που λειτουργεί κάτω από σιδερένιους νόμους που τους παρακολουθεί άβουλα.

Όσον αφορά το εσωτερικό των κομμουνιστικών κομμάτων, ακόμη κι αν κάποια ξεκινούν με τις καλύτερες των προθέσεων, αντικειμενικά θα προκύψουν ζητήματα προς επίλυση. Όπως ήδη έχω επισημάνει η γραφειοκρατία είναι αντικειμενική. Δεν μπορούν όλοι και με την ίδια αποτελεσματικότητα να επιφορτίζονται με συγκεκριμένα καθήκοντα. Άλλος έχει ικανότητες καθοδηγητικές, άλλος ιδεολογικές, άλλος συνδικαλιστικές κ.λπ.. Ταυτόχρονα η διάθεση για προσφορά έχει διαβαθμίσεις. Αυτό που δεν πρέπει να αποκτήσει χαρακτήρα status quo είναι η γραφειοκρατία να προστατεύεται, να αναπαράγεται κι εν τέλει να σαπίζει η ίδια και το κόμμα εντός του οποίου ζει.

Αντικειμενικοί είναι και οι επηρεασμοί της εργατικής τάξης και των κομματικών μελών από την ίδια την κίνηση του καπιταλισμού και από την κυρίαρχη ιδεολογία. Ωστόσο, εντός ενός κόμματος πρέπει να δημιουργούνται όλοι εκείνοι οι μηχανισμοί που να ελαχιστοποιούν αυτούς τους επηρεασμούς μέσω της κατάλληλης εσωκομματικής λειτουργίας, της κατάλληλης ιδεολογικής ζύμωσης, του κατάλληλου καταστατικού και προγράμματος, των κατάλληλων αποφάσεων από τα συνέδρια και την εξασφάλιση μιας δημοκρατικής συζήτησης.

Στο επόμενο άρθρο θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω κάποιες σκέψεις σχετικά με τις ασφαλιστικές δικλείδες που πρέπει να υπάρχουν σε μία κομμουνιστική οργάνωση, τέτοιες που να ελαχιστοποιούν τις παθογένειες.

 

 

[1]. Λένιν, Άπαντα, «Προς τον Λ. Μ. Χίντσουκ», τ.54,  σελ. 203, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1985.

[2]. Λένιν, Άπαντα, «Προς τον Γκ. Λ. Πιατακόφ», τ.54,  σελ. 289, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1985.

[3]. Λένιν, Άπαντα, «Το ΙΙ Πανρωσικό συνέδριο των μεταλλωρύχων», τ.42,  σελ. 250, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1988.

[4]. https://www.rizospastis.gr/story.do?id=6976840

[5]. Παρατίθεται στο Λένιν, Άπαντα, «Ο ιμπεριαλισμός και η διάσπαση του σοσιαλισμού», τ.30, σελ. 170, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1986.

[6]. Ό.π., σελ. 173.

[7]. Ό.π., σελ. 175.

[8]. Λένιν, Άπαντα, Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, τ. 27, σελ. 314, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1988.

[9]. Λένιν, Άπαντα, τ.41, σελ. 58-59, Ο Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού , εκδ. Σύγχρονη Εποχή,1988

[10]. Σασούν Ντόναλντ, Εκατό χρόνια σοσιαλισμού, Α΄τόμος, σελ. 317, εκδ. Καστανιώτη, 2001.

 

[11]. Έρικ Χομπσμπάουμ, Η εποχή των άκρων, Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991, σελ 389-396, εκδ. Θεμέλιο, 2010.

 

Μοιραστείτε το άρθρο